- σχοινοπλοκικός
- -ή, -όν, Α [σχοινοπλόκος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλέξιμο σχοινιών2. αυτός που χρησιμεύει στο πλέξιμο σχοινιών («σχοινοπλοκικὸν σπάρτον», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχοινοπλοκικήν — σχοινοπλοκικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)